- καταναλώνω
- consommer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καταναλώνω — καταναλώνω, κατανάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταναλώνω — βλ. καταναλίσκω … Dictionary of Greek
καταναλώνω — κατανάλωσα, καταναλώθηκα, καταναλωμένος, καταξοδεύω, καταδαπανώ: Κατανάλωσα πολλά χρήματα και πολύ χρόνο γι αυτή τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
επαναλίσκω — ἐπαναλίσκω (Α) 1. καταναλώνω παραπάνω 2. ξοδεύω, δαπανώ παραπάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναλίσκω «καταναλώνω»] … Dictionary of Greek
κατασπαθώ — κατασπαθῶ, άω (Α) καταναλώνω με ηδυπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπαθῶ (< σπαθῶ «καταναλώνω, ξοδεύω»), πρβλ. δıα σπαθώ, εν σπαθώ] … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
προκαταναλίσκω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω εντελώς εκ τών προτέρων 2. μτφ. φθείρω εντελώς («προκαταναλίσκειν τινὰ ταῑς βασάνοις», Ποσειδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω, φθείρω»] … Dictionary of Greek
συναναλίσκω — Α 1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον 3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek